- ἄγκυρ'
- ἄγκυρα , ἄγκυραanchorfem nom/voc sgἄγκυραι , ἄγκυραanchorfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἄγκυρ' — Ἄγκυρα , Ἄγκυρα fem nom/voc sg Ἄγκυραι , Ἄγκυρα fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι … Dictionary of Greek
επιουσία — ἐπιουσία, ἡ (Α) ακολουθία, διαδοχή σε αξίωμα κ.λπ. («πρὸς τὴν τοῡ διδασκάλου ἐπιουσίαν», Νείλ. Αγκυρ.) … Dictionary of Greek